- κενόφρων
- κενόφρων και κενεόφρων, ὁ (Α)αυτός που ματαιοφρονεί, ανόητος, μωρός, άμυαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ηδύ-φρων, καρτερό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κενόφρων — empty minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόφρονα — κενόφρων empty minded neut nom/voc/acc pl κενόφρων empty minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοφρόνων — κενόφρων empty minded gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόφρονες — κενόφρων empty minded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AMBRYON — Theocriti Chii vitam seripsit, ut Laertius in Aristotelis vita auctor est: ubi ex eo refert maledicum hoc Theocriti eiusce epigramma in naturae promum condum Aristotelem: Ε῾ρμείου Ε᾿υνούχου ἠδ᾿ Ε᾿υβούλου ἅμα δούλου. Σῆμα κενὸν κενόφρων τευξεν… … Hofmann J. Lexicon universale
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενοφροσύνη — και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενόφρων] κενότητα τού νου, ανοησία, μωρία … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek